- κιναιδολόγον
- κιναιδολόγοςtalking of obscene thingsmasc/fem acc sgκιναιδολόγοςtalking of obscene thingsneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιναιδολόγος — κιναιδολόγος, ον (ΑΜ) αυτός που χυδαιολογεί, που μιλάει για κιναίδους («φθορέα τῶν νέων καὶ κιναιδολόγον ἀποκαλοῡντες», Δίων Κάσσ.) αρχ. αυτός που γράφει πρόστυχα βιβλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίναιδος + λόγος (< λόγος < λέγω), πρβλ. ηθο λόγος,… … Dictionary of Greek